- ξεδίνω
- και ξεδώνω (Μ ξεδίνω)παραδίδομαι στη διασκέδαση προκειμένου να ξεχάσω κάτι συνήθως δυσάρεστο, τό ρίχνω έξωμσν.(η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεδομένος, -η, -ονο κυριευμένος από ερωτική επιθυμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεδίνω — ξεδίνω, ξέδωσα βλ. πίν. 131 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεδίνω — ξέδωσα, ξεδομένος, λησμονώ τη λύπη, διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι: Κάνε ένα ταξίδι να ξεδώσεις λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξέδομα — το [ξεδίνω] φυγή από την πληκτική καθημερινότητα ή από μια δυσάρεστη κατάσταση, διασκέδαση … Dictionary of Greek
ξαραθυμώ — ξαραθυμῶ και ξεραθυμῶ, άω (Μ) ξεφεύγω από τις στενοχώριες μου, ξεδίνω, ξεσκάω, ευθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ἀραθυμῶ] … Dictionary of Greek
ξερίχνω — 1. ρίχνω έξω 2. φρ. «ξερίχνω τον νου μου» απαλλάσσομαι από φροντίδες και έγνοιες, ξεδίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. ἐκ ρίπτω (αόρ. ἐξ έρριψα), βλ. και λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek